βαφτιστήρα

βαφτιστήρα
η (Μ βαπτιστήρα)
η κολυμπήθρα του βαπτίσματος
νεοελλ.
η βαφτισιμιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. βαφτιστήρα < βαπτιστήρα < βαπτιστήριον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαφτιστήρα — βαφτιστήρα, η και βαφτιστήρι, το ο βαφτισιμιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”